- μεσορρίνιος
- -α, -ο1. ανθρωπολ. αυτός τού οποίου η μύτη έχει μέσο μέγεθος, δηλ. ρινικό δείκτη μεταξύ 70 και 852. το ουδ. ως ουσ. το μεσορρίνιοανατ. οβελιαίο διάφραγμα που διαιρεί το οστέινο κύτος τής μύτης σε δύο κοιλότητες.
Dictionary of Greek. 2013.