μεσορρίνιος

μεσορρίνιος
-α, -ο
1. ανθρωπολ. αυτός τού οποίου η μύτη έχει μέσο μέγεθος, δηλ. ρινικό δείκτη μεταξύ 70 και 85
2. το ουδ. ως ουσ. το μεσορρίνιο
ανατ. οβελιαίο διάφραγμα που διαιρεί το οστέινο κύτος τής μύτης σε δύο κοιλότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”